ψῆξις
From LSJ
Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ψήχω) rubbing down, currying, of horses, X.Eq. 5.3,10.
German (Pape)
[Seite 1397] ἡ, das Abreiben, Abkratzen, bes. das Striegeln des Pferdes, Xen. equ. 5, 3. 10.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'étriller.
Étymologie: ψήχω.
Russian (Dvoretsky)
ψῆξις: εως ἡ ψήχω чистка скребницей Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ψῆξις: -εως, ἡ, (ψήχω) ξύσιμον διὰ τῆς ψήκτρας, ξύστρισμα, τιμάρευμα ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 5, 3 καὶ 10.
Greek Monolingual
-ήξεως, ἡ, Α ψήχω
(σχετικά με άλογο) ξύσιμο με ψήκτρα, ξυστρί.
Greek Monotonic
ψῆξις: -εως, ἡ (ψήχω), τρίψιμο, ξύσιμο με την ψήκτρα, σε Ξεν.
Middle Liddell
ψῆξις, εως, ψήχω
a rubbing down, currying, Xen.
Mantoulidis Etymological
(=ξύστρισμα). Ἀπό τό ψήχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.