ψῆξις

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῆξις Medium diacritics: ψῆξις Low diacritics: ψήξις Capitals: ΨΗΞΙΣ
Transliteration A: psē̂xis Transliteration B: psēxis Transliteration C: psiksis Beta Code: yh=cis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (ψήχω) rubbing down, currying, of horses, X.Eq. 5.3,10.

German (Pape)

[Seite 1397] ἡ, das Abreiben, Abkratzen, bes. das Striegeln des Pferdes, Xen. equ. 5, 3. 10.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'étriller.
Étymologie: ψήχω.

Russian (Dvoretsky)

ψῆξις: εως ἡ ψήχω чистка скребницей Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ψῆξις: -εως, ἡ, (ψήχω) ξύσιμον διὰ τῆς ψήκτρας, ξύστρισμα, τιμάρευμα ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 5, 3 καὶ 10.

Greek Monolingual

-ήξεως, ἡ, Α ψήχω
(σχετικά με άλογο) ξύσιμο με ψήκτρα, ξυστρί.

Greek Monotonic

ψῆξις: -εως, ἡ (ψήχω), τρίψιμο, ξύσιμο με την ψήκτρα, σε Ξεν.

Middle Liddell

ψῆξις, εως, ψήχω
a rubbing down, currying, Xen.

Mantoulidis Etymological

(=ξύστρισμα). Ἀπό τό ψήχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.