ψῦγμα
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
-ατος, τό, a means of cooling, anything that cools; hence, a cooling lotion, Hp. Morb. 2.16 (pl.); a cooling medicine, Id. Aff. 11.
fan, Clearch. 25 (cj. Casaubon; ψῆγμα codd. Ath., Kaibel).
breath drawn, inhalation, DH. Comp. 20.
cold, chilling behaviour, J. BJ 1.24.2.
chink, fissure, Longin. 10.7 codd.
German (Pape)
[Seite 1402] τό, 1) die Abkühlung. – 2) Ales was kühlt, a) ein kühlendes Heilmittel, ein kühlender Umschlag, Hippocr. – b) ein Fächer, Fliegenwedel, Clearch. bei Ath. VI, 257 b. – 3) kalte, frostige Behandlung, Aufnahme, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ψῦγμα: τό, μέσον πρὸς ἀπόψυξιν, πᾶν ὅ,τι προξενεῖ ἐλάττωσιν θερμοκρασίας· ὅθεν, Ι. ἀναψυκτικὸν φάρμακον, Ἱππ. 467. 14., 17. 54, κτλ. ΙΙ. ῥιπίδιον, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 257Β. ΙΙΙ. εἰσπνοὴ, ἀναπνοὴ Διονύσ. ἉΛ. περὶ Συνθ. 20. IV. ψυχρὸς τρόπος, ὡς τὸ Λατ. frigus, Ἰώσηπ. ἐν Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 24, 2.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψῦγμα -ατος, τό [ψύχω] verkoelend middel.