οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
ἰυγή, κώκυμα, κωκυτός, ἰά, ἰή, οἰμωγή, οἰμωγά, ἰυγμός, ἴακχος, ἀναβόαμα, ἀμβόαμα, ὀλολυγή, ὀλολυγά, ἰαχή, ἰακχή, ἰαχά, κλαγγή, ὠγμός, αἴαγμα, ἀλαλή, ἀλαλά