βουκόλησις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, tending of cattle, Plu.2.802e.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 pastoreo, apacentamiento Plu.2.802e.
2 fig. seducción, engaño Origenes Cels.2.79.
German (Pape)
[Seite 456] ἡ, das Weiden, Plut. reip. ger. praec. 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de soulager, de calmer.
Étymologie: βουκολέω.
Russian (Dvoretsky)
βουκόλησις: εως ἡ обман, надувательство (ἄγρα καὶ β. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
βουκόλησις: -εως, ἡ, βόσκησις βοῶν· μεταφ., ἐξαπάτησις, Πλούτ. 2. 802Ε·- βουκόλημα, τό, ἐξαπάτησις, «ξεγέλασμα», ἐλάφρυνσις, ἀνακούφισις, παρηγορία, τῆς λύπης Βαβρ. Ἀποσπ. 3 Lewis.
Greek Monolingual
βουκόλησις, η (AM) βουκολώ
1. το να βόσκει κανείς βόδια
2. παραπλάνηση, εξαπάτηση.