αἰγλοφανής
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
αἰγλοφανές, radiant, AP12.5 (Strat.).
Spanish (DGE)
(αἰγλοφᾰνής) -ές brillante de los ojos negros AP 12.5 (Strat.).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
brillant.
Étymologie: αἴγλη, φαίνω.
Russian (Dvoretsky)
αἰγλοφᾰνής: сияющий (κόραι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰγλοφᾰνής: -ές, ἀκτινοβόλος, φωτοβόλος, Ἀνθ. Π. 12. 5
Greek Monotonic
αἰγλοφᾰνής: -ές (φαίνομαι), ακτινοβόλος, λαμπρός, λαμπερός, φωτοβόλος, σε Ανθ.
Middle Liddell
[φαίνομαι]
radiant, Anth.