случаться
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Russian > Greek
ἀπαντάω, προσπίπτω, ἔπειμι, περιπίπτω, συγκυρέω, συμφέρω, συναντάω, καταλαμβάνω, καταντάω, περιτυγχάνω, πίπτω, κυρέω, κύρω, παραπίπτω, ὑποπίπτω, προστρέχω, ἐγγίγνομαι, ἐγγίνομαι, ἐπιγίγνομαι, ἐπιγίνομαι, ἐπισυμβαίνω, προστυγχάνω, τυγχάνω, συμπίτνω, παραγίγνομαι, ῥέπω, συμπίπτω, συντυγχάνω, συμβαίνω