содержать
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
Russian > Greek
συγκαταλαμβάνω, χανδάνω, ἐπιτρέφω, γαστροφορέω, ἐμπεριέχω, βόσκω, σωματοποιέω, διατρέφω, χωρέω, ἐμπεριλαμβάνω, συνέχω, περιλαμβάνω