γαστροφορέω
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
bear in the belly of a bottle, AP9.232 (Phil.).
Spanish (DGE)
llevar en el vientre de una jarra de vino AP 9.232 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 476] im Bauche tragen, Philp. 58 (IX, 232) χάριτας Βακχιακάς, von der Flasche.
French (Bailly abrégé)
γαστροφορῶ :
porter dans son ventre.
Étymologie: γαστήρ, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
γαστροφορέω: досл. нести в чреве, перен. (о сосуде) содержать (χάριτας Βακχιακάς) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
γαστροφορέω: φέρω ἐν τῇ κοιλίᾳ, ἐπὶ λαγήνου, χάριτας Βακχιακὰς Ἀνθ. Π. 9. 232.
Greek Monotonic
γαστροφορέω: (φέρω), μέλ. -ήσω, βαστώ μέσα στην κοιλιά, λέγεται για λαγήνι, σε Ανθ.