συγκρουσμός
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
ὁ, = σύγκρουσις (collision, conflict), νεῶν Plu. Marc.. 16 ; νεφῶν Placit. 3.3.12, cf. Simp. in Cael. 470.3 ; ὅπλων LXX 1 Ma. 6.41 ; πόλεμος καὶ συγκρουσμοί Nech. in Cat.Cod.Astr. 7.148.
German (Pape)
[Seite 970] ὁ, = σύγκρουσις, Plut. Marcell. 16.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 heurt, choc;
2 fig. conflit, hostilité, dissension.
Étymologie: συγκρούω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκρουσμός -οῦ, ὁ [συγκρούω] het op elkaar botsen (van schepen).
Russian (Dvoretsky)
συγκρουσμός: ὁ столкновение (τῶν νεῶν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συγκρουσμός: ὁ, = τῷ προηγ., νεῶν Πλουτ. Μάρκελλ. 16· νεφῶν ὁ αὐτ. 2. 893Ε, κτλ.
Greek Monolingual
ό, ΜΑ συγκρούομαι
μσν.
συμπλοκή, σύρραξη
αρχ.
πρόσκρουση, σύγκρουση.
Greek Monotonic
συγκρουσμός: ὁ, = το προηγ., σε Πλούτ.