συγκρουσμός

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκρουσμός Medium diacritics: συγκρουσμός Low diacritics: συγκρουσμός Capitals: ΣΥΓΚΡΟΥΣΜΟΣ
Transliteration A: synkrousmós Transliteration B: synkrousmos Transliteration C: sygkrousmos Beta Code: sugkrousmo/s

English (LSJ)

ὁ, = σύγκρουσις (collision, conflict), νεῶν Plu. Marc.. 16 ; νεφῶν Placit. 3.3.12, cf. Simp. in Cael. 470.3 ; ὅπλων LXX 1 Ma. 6.41 ; πόλεμος καὶ συγκρουσμοί Nech. in Cat.Cod.Astr. 7.148.

German (Pape)

[Seite 970] ὁ, = σύγκρουσις, Plut. Marcell. 16.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 heurt, choc;
2 fig. conflit, hostilité, dissension.
Étymologie: συγκρούω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκρουσμός -οῦ, ὁ [συγκρούω] het op elkaar botsen (van schepen).

Russian (Dvoretsky)

συγκρουσμός:столкновение (τῶν νεῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συγκρουσμός: ὁ, = τῷ προηγ., νεῶν Πλουτ. Μάρκελλ. 16· νεφῶν ὁ αὐτ. 2. 893Ε, κτλ.

Greek Monolingual

ό, ΜΑ συγκρούομαι
μσν.
συμπλοκή, σύρραξη
αρχ.
πρόσκρουση, σύγκρουση.

Greek Monotonic

συγκρουσμός: ὁ, = το προηγ., σε Πλούτ.