сходиться
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
Russian > Greek
συννεύω, ὁμολογέω, ὁμηρεύω, συνεκπίπτω, συγκαταβαίνω, συμπορεύομαι, συνάντομαι, ἀντιβολέω, ἄντομαι, συνέρχομαι, συνικνέομαι, συνθέω, συντρέχω, συγκύπτω, σύνειμι, συμπίτνω, νεύω, συμβαίνω, συμφέρω