συνθέω
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
English (LSJ)
A fut. -θεύσομαι Od.20.245:—run together with, τοῖς ἀνέμοις Poll.1.196: metaph. of things, go along with, go smoothly with, οὐχ ἡμῖν συνθεύσεται ἥδε γε βουλή Od.l.c.
II run together, i.e. to the same place, εἰς ταὐτό Arist.HA533b24; πρὸς τὸ μέσον Id.Cael. 297a26: abs., Id.HA611a1.
2 of lines and the like, run together, meet in one point, X.Eq.10.11.
3 metaph., agree, τῷ Ἐφόρου λόγῳ Aristid.Or.36(48).71.
4 shrink up, retract, μύες Hp.Fract. 35.
French (Bailly abrégé)
f. συνθεύσομαι;
fig. atteindre le but à la course ; aboutir, réussir.
Étymologie: σύν, θέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-θέω samen-rennen, mee-rennen later Gr. samen (naar hetzelfde punt) rennen, te hoop lopen. οἱ φίλοι ὡς εἶδον, συνέθεον ἐπ’ αὐτὸν ἀσπασόμενοι toen zijn vrienden hem zagen, renden ze samen op hem af om hem te begroeten Luc. 80.9; συνέθεον βοηθοῦντες ze liepen te hoop om te helpen Plut. Pyrrh. 15.9. overdr. meelopen, naar wens verlopen. οὐχ ἥμιν συνθεύσεται ἥδε... βουλή dit plan zal voor ons niet gunstig verlopen Od. 20.245. geneesk. samentrekken. οἱ μύες φιλέουσι... ξυνθεῖν de spieren trekken graag samen Hp. Fract. 35.
German (Pape)
(θέω), mit Einem laufen, zugleich, zusammen laufen, Luc. Tim. 45 und andere Spätere; – glücklich ablaufen, gut von Statten gehen, οὐχ ἡμῖν συνθεύσεται ἥδε γε βουλή, Od. 20.245; – von mehreren Seiten in einem Punkte zusammenlaufen, sich vereinigen, Xen. de re Eq. 10.11.
Russian (Dvoretsky)
συνθέω: (fut. συνθεύσομαι)
1 сбегаться (πανταχόθεν Luc.);
2 сходиться, встречаться (εἰς ταὐτό Arst., Plut.);
3 удаваться: συνθεύσεται ἡμῖν ἡ βουλή Hom. замысел (этот) удастся нам.
English (Autenrieth)
fut. συνθεύσεται: run with, go well, Od. 20.245†.
Greek Monolingual
Α
1. τρέχω μαζί με κάποιον
2. τρέχω προς το ίδιο σημείο
3. (για γραμμές) συναντώμαι στο ίδιο σημείο
4. (για μυς) συστέλλομαι, συσπειρώνομαι
5. μτφ. α) συμφωνώ με κάποιον ως προς κάτι
β) (για πράγματα) εκτελούμαι, πραγματοποιούμαι («οὐχ ἡμῖν συνθεύσεται ἥδε γε βουλή», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θέω (Ι) «τρέχω»].
Greek Monotonic
συνθέω: μέλ. -θεύσομαι,
I. τρέχω μαζί με κάποιον, έχω την ίδια τροχιά, πορεία· μεταφ., οὐχ ἡμῖν συνθεύσεται ἥδε γε βουλή, η συνέλευση αυτή δεν θα κυλήσει ομαλά, δηλ. δεν θα τελεσφορήσει για μας, δεν θα έχει αίσιο τέλος, σε Ομήρ. Οδ.
II. τρέχω μαζί, έχοντας δηλ. ως προορισμό το ίδιο σημείο με κάποιον, συγκλίνω σ' ένα σημείο, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συνθέω: μέλλ. -θεύσομαι, θέω, τρέχω ὁμοῦ μετά τινος, τοῖς ἀνέμοις Ποιητὴς παρὰ Πολυδ. Α΄, 196· μεταφορ., ἐπὶ πραγμάτων, οὐχ ἡμῖν συνθεύσεται ἥδε γε βουλή «οὐ γὰρ συνδραμεῖται ἡμῖν τὸ βουλευθέν, ἀλλὰ δηλονότι σκεδασθήσεται ἀφ’ ἡμῶν καὶ ἂν ἴδοιμεν αὐτὸ» (Εὐστ.), Ὀδ. Υ. 245. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «συνθεύσεται· συνδραμεῖται, συνοίσει». ΙΙ. τρέχω ὁμοῦ, δηλ. εἰς τὸ αὐτὸ μέρος, εἰς ταὐτὸ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8. 13· πρὸς τὸ μέσον ὁ αὐτ. περὶ Οὐραν. 2. 14, 12· ἀπολ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 3, 4. 2) ἐπὶ γραμμῶν καὶ τῶν τοιούτων, συνέρχομαι ὁμοῦ, συντρέχω, συναντῶμαι εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον, Ξεν. Ἱππ. 10, 11. 3) μεταφορ., συμφωνῶ, τῷ Ἐφόρου λόγῳ Ἀριστείδ. 2. 350. 4) συστέλλομαι, μύες Ἱππ. π. Ἀγμ. 755.
Middle Liddell
fut. -θεύσομαι
I. to run together with: metaph., οὐχ ἡμῖν συνθεύσεται ἥδε γε βουλή this counsel will not run smoothly, will not succeed, for us, Od.
II. to run together, meet in one point, Xen.