ἀεκήλιος
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ἀεκήλιον, for ἀεικέλιος, Il.18.77. (Derived from ἀ- priv., ἕκηλος by Hdn.Gr.2.106.)
Spanish (DGE)
-ον terrible ἔργα Il.18.77, Hdn.Gr.2.106.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inconvenant, indigne, injurieux.
Étymologie: ἀ, ἕκηλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀεκήλιος -ον [~ ἀεικέλιος afschuwelijk:. παθέειν... ἀεκήλια ἔργα afschuwelijke daden ondervinden Il. 18.77.
German (Pape)
Hom. nur Il. 18.77 παθέειν τ' ἀεκήλια ἔργα = ἀεικέλια; vgl. Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ πρὸς τὴν συναλοιφήν, ὅτι ἀεκήλια ἐκληπτέον κατὰ ἀπόφασιν τοῦ ἑκήλου, ἐφ' οἷς οὐχ' οἷόν τε ἡσυχάζειν.
Russian (Dvoretsky)
ἀεκήλιος: Hom. = ἀεικέλιος 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεκήλιος: -ον, ἀντὶ ἀεικέλιος, Ἰλ. Σ. 77, πρβλ. ἀείδελος.
English (Autenrieth)
(ἀϝεκ.): unwelcome, ‘woful,’ ἔργα, Il. 18.77†.
Greek Monotonic
ἀεκήλιος: -ον = ἀεικέλιος, σε Ομήρ. Ιλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: unbearable (only Σ 77, ἔργα).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: The form will have been based on the root *ueḱ- to want in ἑκών, ἕκηλος, Philipp, LfgrE. 1, 173.
Middle Liddell
= ἀεικέλιος, Il.]