ἀελπτία

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀελπτία Medium diacritics: ἀελπτία Low diacritics: αελπτία Capitals: ΑΕΛΠΤΙΑ
Transliteration A: aelptía Transliteration B: aelptia Transliteration C: aelptia Beta Code: a)elpti/a

English (LSJ)

ἡ, an unlooked for event, ἐξ ἀελπτίης = unexpectedly, Archil.54; unexpected stroke, Pi.P.12.31 [where ῑ].

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη
acontecimiento inesperado Pi.P.12.31, κιχάνει δ' ἐξ ἀελπτίης φόβος inesperadamente nos sorprende el miedo Archil.163.3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
surprise, événement imprévu ; ἐξ ἀελπτίης (ion.) à l'improviste, soudain.
Étymologie: ἄελπτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀελπτία -ας, ἡ ἄελπτος οnverwachte gebeurtenis; alleen ἀελπτίᾳ onverwachts.

German (Pape)

ἡ, unverhofftes Ereignis, Pind. P. 12.31; ἐξ ἀελπτίης, unverhofft, Arch. frg. 35.

Russian (Dvoretsky)

ἀελπτία:неожиданность Pind.

Greek (Liddell-Scott)

ἀελπτία: ἡ, γεγονὸς ἀπροσδόκητον· ἐξ ἀελπτίης, Λατ. ex insperato = ἀπροσδοκήτως, Ἀρχίλ. 54. ΙΙ. ἀπελπισία, Πινδ. Π. 12. 55 [[[ἔνθα]] ῑ].

English (Slater)

ᾰελπτία disillusion, disappointment ἀλλἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τινἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' οὔπω (ἀελπ(τ)ίᾳ codd.: ἀελπείᾳ Mommsen.) (P. 12.31)

Greek Monotonic

ἀελπτία: ἡ (ἄελπτος), γεγονός απροσδόκητο· ἐξ ἀελπτίης, απρόσμενα, σε Αρχίλ.

Middle Liddell

ἄελπτος
an unlooked for event, ἐξ ἀελπτίης unexpectedly, Archil.