ἀερτάζω
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
lengthened Ep. form of ἀείρω, lift up, Call.Fr.19, etc.: impf. ἠέρταζον AP9.12 (Leon.), A.R.1.738, etc.: irreg. opt. ἀερτάζειε Nonn. D. 43.99:—also (from *ἀερτάω) aor. 1 ἠέρτησε AP6.223 (Antip.): pf. Pass. ἠέρτημαι ib.5.229 (Paul. Sil.), Opp.C.2.99.
Spanish (DGE)
I 1levantar, alzar μέγα τρύφος Call.SHell.289.1, cf. A.R.1.738, 995, πόδας AP 9.12 (Leon.Alex.), c. prep. χέρας ἐς οὐρανόν Sulp.Max.10, c. dat. χειρὶ κύπελλον Nonn.D.12.40
•fig. γλῶσσαν ἀερτάζοντες levantando la voz, haciendo llegar la voz Apoll.Met.Ps.72.17.
2 exaltar πίστιν ἀερτάζεις θεοδέγμονα Dioscorus 1ue.6, cf. 6.8.
II 1echarse δέρμα κατωμάδιον una piel al hombro Call.SHell.268c, ἀμφὶ αὐχένι λᾶαν una piedra al cuello Orph.L.224, cf. 623, ἐμοῖς ὤμοισιν ἀερτάζων σε σαώσω echándote a mis hombros te salvaré Nonn.D.6.315.
2 adquirir, gozar de μῆτιν ἀερτάζων πανίκελον ὔμμι τοκεῦσι adquiriendo una sagacidad del todo digna de vuestros progenitores Dioscorus 23.20.
German (Pape)
[Seite 43] p., = ἀείρω, erheben, Ap. Rh. 1, 738; πόδας Leon. Al. 34 (IX, 12); χεῖράς τινι, zu Jemandem, Ep. ad. 373 (IX, 674); bes. oft Nonn.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἀερτάζω: поднимать, вскидывать (πόδας, χεῖρας Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀερτάζω: ἐκτεταμένος Ἐπ. τύπος τοῦ ἀείρω· = αἴρω ὑψηλὰ, Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 738, Καλλ. Ἀπ. 19, κτλ., παρατ. ἠέρταζον, Ἀνθ. Π. 9. 12., Ἀπολλ. Ρόδ. κτλ.: -Ἐπ. ἀόρ. ἀερτάσσειε, Νόνν. Δ. 43. 99: -πλὴν τούτων τῶν τύπων, ἔχομεν (ἐκ τοῦ ῥ. *ἀερτάω), ἀόρ. α΄ ἠέρτησε, Ἀνθ. Π. 6. 223, πρκμ. παθ. ἠέρτημαι, αὐτόθι 5. 230., Ὀππ. Κ. 2. 99.
Greek Monotonic
ἀερτάζω: εκτεταμ. Επικ. τύπος του ἀείρω, σηκώνω ψηλά· παρατ. ἠέρταζον, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἀερτάζω is a lengthd. epic form of ἀείρω.]
to lift up:— imperf. ἠέρταζον, Anth.