ἀκεραιόομαι
From LSJ
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
English (LSJ)
Pass., to be ἀκέραιος, Eust.277.16.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): act. ἀκεραιόω Theodos.Gr.Sp.80.25
I 1ser puro, no estar adulterado o mezclado σῖτος SB 12256.4 (VI d.C.)
•fig. ser íntegro, estar limpio o libre de culpa, SB 14401.29 (II d.C.).
2 estar íntegro, sano de un tuerto ἄνδρα μὴ ἀκεραιούμενον τὴν συζυγίαν τοῖν ὀφθαλμοῖν Eust.277.16.
II act., fig. preservar, conservar íntegro δύναμιν καὶ λόγον ἀκερεῶσαι (sic) ... δυνατὸν μετὰ μόνου τοῦ ὀνόματος καὶ τοῦ ῥήματος Theodos.Gr.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκεραιόομαι: παθ., εἶμαι ἀκέραιος, Εὐστ. 277. 16.
German (Pape)
unverletzt sein, Eust.