ἀκρήβης
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
ἀκρήβου, ὁ, youth in his prime, AP 6.71 (Paul. Sil.), 12.124 (Artemo).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ joven en la flor de la juventud, mozo, AP 6.71 (Paul.Sil.), 12.124 (Artemo).
German (Pape)
[Seite 81] ου, ὁ, Paul. Sil. 41 (VI, 71); Artem. 2 (XII, 124); =
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 la première jeunesse;
2 c. ἄκρηβος.
Étymologie: ἄκρος, ἥβη.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρήβης: ου ὁ подросток, юнец Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρήβης: -ου, ὁ, νεανίας εἰς τὸ ἔαρ τῆς νεότητος, Ἀνθ. Π. 6. 71., 12. 124.
Greek Monolingual
ἀκρήβης, ο (AM) (Α και ἄκρηβος, -ον)
αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, στον ανθό της νιότης του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκρο- (Ι) + ἥβη].
Greek Monotonic
ἀκρήβης: -ου, ὁ (ἄκρος, ἥβη), νέος στο άνθος της ηλικίας του, σε Ανθ.