ἀλεξίμορος

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεξίμορος Medium diacritics: ἀλεξίμορος Low diacritics: αλεξίμορος Capitals: ΑΛΕΞΙΜΟΡΟΣ
Transliteration A: alexímoros Transliteration B: aleximoros Transliteration C: aleksimoros Beta Code: a)leci/moros

English (LSJ)

ἀλεξίμορον, warding off death, τρισσοὶ ἀ., i.e. Apollo, Artemis, Athena, S.OT 164.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰλεξῐ-]
que salva de la muerte τρισσοὶ ἀλεξίμοροι (Atenea, Ártemis, Apolo), S.OT 164, ὄφρα φύγῃς σέο πότμον ἀλεξιμόρων ἐπὶ δίφρων Nonn.D.32.217, ἀ. βασιλεύς de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.12.11.

German (Pape)

[Seite 93] Tod abwehrend, Soph. O. R. 163, τρισσοὶ θεοί, Diana, Apollo, Minerva; auch Nonn.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui écarte la mort.
Étymologie: ἀλέξω, μόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλεξίμορος -ον ἀλέξω, μόρος die de dood afweert.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεξίμορος: отвращающий смерть: τρισσοὶ ἀλεξιμοροι (sc. θεοί) Soph. три бога, хранящие от (безвременной) смерти, т. е. Аполлон, Артемида и Афина.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεξίμορος: -ον, ὁ ἀπωθῶν τὸν θάνατον, τρισσοὶ ἀλ., ὅ ἐ. Ἀπόλλων, Ἄρτεμις, Ἀθηνᾶ, Σοφ. Ο. Τ. 164.

Greek Monolingual

ἀλεξίμορος, -ον (Α)
αυτός που απομακρύνει τον θάνατο ή τη συμφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεξι- (< ἀλέξω + μόρος «θάνατος, όλεθρος»].

Greek Monotonic

ἀλεξίμορος: -ον, αυτός που απωθεί τον θάνατο, σε Σοφ.

Middle Liddell

warding off death, Soph.