ἀλλοιωτός
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
English (LSJ)
ἀλλοιωτή, ἀλλοιωτόν, subject to change, Arist.Ph.201a12, cf. Placit.1.9.2, etc.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 fil. transformable, mudable, cambiante (ὕλην) τρεπτὴν καὶ ἀλλοιωτήν Placit.1.9.2, Nicom.Ar.1.1.3, Origenes Cels.6.77.
2 subst. τὸ ἀ. lo cambiante o cualitativamente mudable Arist.Ph.201a12.
German (Pape)
[Seite 104] veränderlich, Plut. plac. phil. 1, 9.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλοιωτός: Arst., Plut. = ἀλλοιωτικός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοιωτός: -ή, -όν, = μεταβλητός, εὐμετάβολος, εὐμετάπτωτος, Ἀριστ. Φυσ. 3. 1, 5, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀλλοιωτός, -ή, -όν) ἀλλοιῶ
ο αλλοιώσιμος.