ἀλογίζομαι

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλογίζομαι Medium diacritics: ἀλογίζομαι Low diacritics: αλογίζομαι Capitals: ΑΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: alogízomai Transliteration B: alogizomai Transliteration C: alogizomai Beta Code: a)logi/zomai

English (LSJ)

Dep., to be irrational, Eust.1656.43, etc.:—Act. only as f.l. for ἀλογέω, Procop. Goth.4.20.

German (Pape)

[Seite 108] VLL., unvernünftig sein.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλογίζομαι: ἀποθ., εἶμαι ἄλογος, φέρομαι παραλόγως, Εὐστ. 1656. 42, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ. ἀλογίζω = ἀλογέω παρὰ Προκοπ.˙ ἀλογίου γραφή, καταδίωξις, καταγγελία κατὰ δημοσίου ἄρχοντος μὴ δόντος λόγον τῆς διαχειρίσεως τῆς ἀρχῆς, «καὶ γὰρ αἰσχρὸν ἀλογίου τι ὀφλεῖν», Εὐπολ. Ἄδηλ. 24˙ «ἀλογίου δίκην, ἣν φεύγουσιν οἱ ἄρχοντες λόγον οὐ δόντες τῶν τῆς ἀρχῆς διοικημάτων», Ἡσύχ., πρβλ. λογιστής.

Greek Monolingual

ἀλογίζομαι (Μ) ἄλογος
είμαι παράλογος, φέρομαι παράλογα.