ἀλογίζομαι
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
Dep., to be irrational, Eust.1656.43, etc.:—Act. only as f.l. for ἀλογέω, Procop. Goth.4.20.
German (Pape)
[Seite 108] VLL., unvernünftig sein.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλογίζομαι: ἀποθ., εἶμαι ἄλογος, φέρομαι παραλόγως, Εὐστ. 1656. 42, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ. ἀλογίζω = ἀλογέω παρὰ Προκοπ.˙ ἀλογίου γραφή, καταδίωξις, καταγγελία κατὰ δημοσίου ἄρχοντος μὴ δόντος λόγον τῆς διαχειρίσεως τῆς ἀρχῆς, «καὶ γὰρ αἰσχρὸν ἀλογίου τι ὀφλεῖν», Εὐπολ. Ἄδηλ. 24˙ «ἀλογίου δίκην, ἣν φεύγουσιν οἱ ἄρχοντες λόγον οὐ δόντες τῶν τῆς ἀρχῆς διοικημάτων», Ἡσύχ., πρβλ. λογιστής.
Greek Monolingual
ἀλογίζομαι (Μ) ἄλογος
είμαι παράλογος, φέρομαι παράλογα.