ἀμφίρυτος
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον S.Aj.134, (ῥέω) flowed around, seagirt, Od. always fem. ἀμφιρύτη of islands, as 1.50; ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ Pi.I.1.8; τῆς ἀμφιρύτου Σαλαμῖνος S. l. c.:—ἀμφίρρυτος, ον, Hes.Th. 983, Orac. ap. Hdt.4.163, 164.
Spanish (DGE)
(ἀμφίρῠτος) -η, -ον
• Alolema(s): ἀμφίρρῠτος, -ον Hes.Th.983, Orác. en Hdt.4.163, 164
• Morfología: [tb. -ος, -ον S.Ai.134]
rodeado por la corriente del mar de islas Od.1.50, 198, Hes.l.c., h.Cer.491, Pi.I.1.8, S.l.c.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
poét. c. ἀμφίρρυτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίρῠτος: -η, -ον, καὶ ος, ον, (ῥέω) ὁ πανταχόθεν περιρρεόμενος, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιβαλλόμενος, ἐν Ὀδ. ἀείποτε θηλ. ἀμφιρύτη ὡς ἐπίθ. νήσων, ἐν Α. 50· οὕτω τῆς ἀμφιρύτου Σαλαμῖνος Σοφ. Αἴ. 134: - ἀμφίρρυτος, ον, (μετὰ διπλοῦ ρ) Ἡσ. Θ. 983, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 4. 163, 164, Πίνδ., κτλ.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ἀμφῐρῠτος sea-girt ἐν Κέω̆ ἀμφιρύτᾳ (ἀμφιρύτῳ Σγρ.) (I. 1.8) Δᾶλον ἀμφιρύταν ?fr. 350.
Greek Monotonic
ἀμφίρῠτος: -η, -ονή —ος, -ον (ῥέω), περιβαλλόμενος παντού από νερό, αυτός που περιβρέχεται ολόγυρα, λέγεται για νησιά, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· ομοίως ἀμφίρρυτος, -ον, σε Ησίοδ. κ.λπ.
Middle Liddell
[ῥέω]
flowed around, sea-girt, of islands, Od., Hes., Soph. etc.
German (Pape)
p. für ἀμφίρρυτος.