ἀμφίτορνος
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
ἀμφίτορνον, well-rounded, ἀσπίς E.Tr.1156.
Spanish (DGE)
-ον bien torneado, ἀσπίς E.Tr.1156.
German (Pape)
[Seite 145] ringsum abgerundet, ἀσπίς Eur. Tr. 1156.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
arrondi tout autour.
Étymologie: ἀμφί, τόρνος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίτορνος: отовсюду закругленный (ἀσπίς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίτορνος: -ον, ὁ καλῶς πανταχόθεν τετορνευμένος, ἀσπὶς Εὐρ. Τρῳ. 1156.
Greek Monolingual
ἀμφίτορνος, -ον (Α)
αυτός που έχει επεξεργαστεί καλά με τόρνο παντού, ο στρογγυλεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + τόρνος.
Greek Monotonic
ἀμφίτορνος: -ον, καλά τορνευμένος, καλά στρογγυλεμένος, σε Ευρ.
Middle Liddell
well-rounded, Eur.