ἀμφίχωλος
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
ἀμφίχωλον, lame in both feet, AP6.203.
Spanish (DGE)
-ον
1 lisiado de ambos pies, cojo de Hefesto, Luc.Philopatr.6, en gener. AP 6.203 (Laco o Phil.).
2 en métr. el trímetro hiponácteo acataléctico, Sacerd.6.523.10.
German (Pape)
[Seite 145] auf beiden Seiten lahm, σκέλος Philipp. 9 (VI, 203); Luc. philop. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
boiteux des deux jambes.
Étymologie: ἀμφί, χωλός.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίχωλος: хромой на обе ноги Luc.: ἀμφίχωλον σκέλος Anth. хромота на обе ноги.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίχωλος: -ον, χωλὸς κατ’ ἀμφοτέρους τοὺς πόδας, Ἀνθ. Π. 6. 203.
Greek Monotonic
ἀμφίχωλος: -ον, κουτσός και στα δύο πόδια, σε Ανθ.