ἀμφιγυήεις
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ὁ, epithet of Hephaestus, with both feet crooked, lame, Il. 1.607, etc.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀμφιγύης Clem.Al.Prot.7.76.1, Eudoc.Cypr.2.332
adj. masc. patizambo de Hefesto πάϊς ἀ. Il.14.239, cf. Clem.Al.l.c.
•como subst. tb. de Hefesto περικλυτὸς ἀ. Il.1.607, Hes.Th.571, cf. 945, Op.70, Sc.219, Fr.209.3, Eudoc.l.c.
•del pájaro αἴγιθος Call.Fr.469.
German (Pape)
[Seite 137] (γυιός), der auf beiden Füßen hinkende, Hephästos, Hom., stets nom.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
muni de deux bras robustes (ép. d'Héphaistos).
Étymologie: ἀμφί, γυῖον ; selon d'autres, boiteux des deux jambes, de ἀμφί, γυιός estropié.
English (Autenrieth)
(γυῖον): strong in both arms (ambidexter), epithet of Hephaestus, usually as subst., Il. 1.607, Od. 8.300.
Greek Monolingual
ἀμφιγυήεις, ο (Α)
(ως επίθ. του Ηφαίστου) αυτός που και από τα δυο του πόδια είναι χωλός, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίγυος + ομηρ. κατάλ. -ήεις. Ο τ. χρησιμοποιήθηκε για μετρικούς λόγους στην Ιλιάδα ως επίθ. του Ηφαίστου].
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιγυήεις: adj. m (только nom. sing.) γυιός хромой на обе ноги, по друг. γυῖον имеющий силу в обеих руках (эпитет Гефеста) Hom.