ἀμφινείκητος
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
ἀμφινείκητον, = ἀμφινεικής (contested on all sides, eagerly wooed), ὄμμα νύμφας S. Tr. 527 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον disputado ὄμμα νύμφας S.Tr.527.
German (Pape)
[Seite 141] dasselbe, v.l., Soph. Tr. 524.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀμφινεικής.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφινείκητος: Soph. = ἀμφινεικής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφινείκητος: -ον, (νεικέω) = ἀμφινεικής, περὶ τῆς Δηϊανείρας, Σοφ. Τρ. 527.
Greek Monolingual
ἀμφινείκητος, -ον (Α)
ο ἀμφινεικής.
Greek Monotonic
ἀμφινείκητος: -ον (νεικέω) = ἀμφινεικής, σε Σοφ.