ἀμύσακτος
From LSJ
English (LSJ)
ἀμύσακτον, (μυσάττω) without pollution, AB321.
Spanish (DGE)
-ον puro, AB 321, Mac.Magn.Apocr.3.11.
German (Pape)
[Seite 132] Erkl. von ἀβδέλυκτος, B. A. 321.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύσακτος: -ον, (μυσάττω) ἀβδέλυκτος, ἀμίαντος, ὁ μὴ μιαίνων, Α. Β. 321, Ἀθανάσ. IV. 1072Α.