ἀναγρία

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγρία Medium diacritics: ἀναγρία Low diacritics: αναγρία Capitals: ΑΝΑΓΡΙΑ
Transliteration A: anagría Transliteration B: anagria Transliteration C: anagria Beta Code: a)nagri/a

English (LSJ)

ἡ, (ἄγρα) time when hunting was forbidden, close season, X.Cyn.5.34.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ veda X.Cyn.5.34.

German (Pape)

[Seite 184] ἡ, Mangel an Jagd; die Zeit, wo man nicht jagen darf, Xen. Cyn. 5, 34.

Russian (Dvoretsky)

ἀναγρία:запретное для охоты время Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγρία: ἡ, (ἄγρα) ἡ περίοδος τοῦ ἔτους καθ’ ἣν ἡ θήρα ἦτο ἀπηγορευμένη, δηλ. ὅτε δὲν ἐπετρέπετο τὸ κυνήγιον, Ξεν. Κυν. 5, 34.

Greek Monolingual

ἀναγρία, η (Α)
1. έλλειψη άγρας
2. εποχή κατά την οποία απαγορεύεται το κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἄγρα.