ἀναγρία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, (ἄγρα) time when hunting was forbidden, close season, X.Cyn.5.34.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ veda X.Cyn.5.34.
German (Pape)
[Seite 184] ἡ, Mangel an Jagd; die Zeit, wo man nicht jagen darf, Xen. Cyn. 5, 34.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγρία: ἡ запретное для охоты время Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγρία: ἡ, (ἄγρα) ἡ περίοδος τοῦ ἔτους καθ’ ἣν ἡ θήρα ἦτο ἀπηγορευμένη, δηλ. ὅτε δὲν ἐπετρέπετο τὸ κυνήγιον, Ξεν. Κυν. 5, 34.
Greek Monolingual
ἀναγρία, η (Α)
1. έλλειψη άγρας
2. εποχή κατά την οποία απαγορεύεται το κυνήγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἄγρα.