ἀναθολόω

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναθολόω Medium diacritics: ἀναθολόω Low diacritics: αναθολόω Capitals: ΑΝΑΘΟΛΟΩ
Transliteration A: anatholóō Transliteration B: anatholoō Transliteration C: anatholoo Beta Code: a)naqolo/w

English (LSJ)

A make turbid, ᾠά Arist.GA753a30:—Pass., ἀναθολοῦται τὸ ὕδωρ HA592a8, cf. Procop.Aed.1.5; of urine, Gal.6.252.
2 metaph., ἀ. τινὰ ἐπί τινα trouble his mind with suspicion against... Philostr.VS2.1.11:—Pass., to be troubled, ὑπὸ τῆς ἀνίας ἀνεθολοῦθ' ἡ καρδία Pherecr.116.

Spanish (DGE)

1 enturbiar θερμασίαν ... (ᾠά) ἀναθολοῦν οἷον σήπουσαν (y es fácil que) el calor enturbie (los huevos) como si los pudriera Arist.GA 753a30
v. med.-pas. revolverse, ponerse turbio ἀναθολοῦται τὸ ὕδωρ καὶ ὁ πηλός Arist.HA 592a8, αὐτὴ (sc. γῆ) δὲ ἐν τῷ μεταξὺ φερομένη ἀναθολοῦται ταχύ Arist.Pr.932b15, ὁ οἶνος Arist.GA 753a26, de la orina, Gal.6.252, del aceite, Plu.2.702a, ὁ κόλπος Procop.Aed.1.5.11.
2 fig. turbar, agitar ἐπ' αὐτὸν τοὺς Ἀθηναίους Philostr.VS 559, τῷ ἰδίῳ βορβόρῳ τὸ καθαρόν Gr.Nyss.Eun.3.9.63
en v. med.-pas. ὑπὸ τῆς ἀνίας ἀνεθολοῦθ' ἡ καρδία Pherecr.116.

German (Pape)

[Seite 188] trüben, Arist. H. A. 8, 2; dah. aufregen, aufhetzen, Philostr.; ἀναθολοῦσθαι, B. A. 12, ἀναταράττεσθαι; so Plut. Symp. 7, 3, 3; ὑπὸ τῆς ἀνίας ἀνεθολοῦθ' ἡ καρδία Phereer. bei Phot.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναθολόω: καθιστῶ τι θολόν, θολώνω, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 2, 35, καὶ (ἐν τῷ παθ.) Γεν. Ζ. 3. 2, 17. 2) μεταφ. ἀν. τινά ἐπί τινα, ταράσσειν τὸ πνεῦμά τινος δι’ ὑπονοιῶν κατ’ ἄλλου, ἐξεγείρειν, ἐξερεθίζειν. Φιλόστ. 559· καὶ ἐν τῷ παθ. ἐνοχλοῦμαι, παράττομαι, ὑπὸ τῆς ἀνίας ἀνεθολοῡθ’ ἡ καρδία Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 8.

Russian (Dvoretsky)

ἀναθολόω: делать мутным, мутить Arst.; pass. становиться мутным, мутнеть (τὸ ὕδωρ ἀναθολοῦται Arst.; ἔλαιον ἀναθολούμενον Plut.).