ἀνατατικός
English (LSJ)
ἀνατατική, ἀνατατικόν, threatening, Plb.5.43.5, D.S.5.31. Adv. ἀνατατικῶς Plb.4.4.7.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1que eleva, edificante σοφία Dion.Ar.CH M.3.141B.
2 amenazador, violento de pers. Plb.5.43.5, D.S.5.31.
II adv. -ῶς
1 de forma elevada ἡμᾶς ἀναπληροῖ Dion.Ar.M.3.120B.
2 amenazadoramente ὁμιλεῖν τινι tratar amenazadoramente a alguien Plb.4.4.7.
German (Pape)
[Seite 210] hochfahrend, übermütig, bedrohend, ἐπιστολή Pol. 5, 43; απειληταὶ καὶ ἀν. Diod. Sic. 5, 31. – Adv., Pol. 4, 4.
Russian (Dvoretsky)
ἀνατᾰτικός: угрожающий, грозный (ἐπιστολή Polyb.; ἀπειλητὴς καἰ ἀ. Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατᾰτικός: -ή, -όν, (ἀνάτασις 2) ἀπειλητικός, Πολύβ. 5. 43, 5. ― Ἐπίρρ. -κῶς ὁ αὐτ. 4. 4, 7.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀνατατικός, -ή, -όν) ανατείνω
νεοελλ.
1. αυτός που τείνει προς τα επάνω
2. αυτός που προκαλεί ανάταση
αρχ.
απειλητικός, αλαζονικός.