грозный
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Russian > Greek
δεινός, ζαμενής, νεμεσητός, νεμεσσητός, νεμεσσατός, ἀτέραμνος, ἰσχυρός, βαρυπάλαμος, λαμπρός, ἴφθιμος, γοργωπός, φοβερός, ἔκπαγλος, βλοσυρός, σμερδαλέος, αἰνός, βαρύς, ἀνατατικός, χαλεπός