ἀνδρίον
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
τό, Dim. of ἀνήρ, manikin, Ar.Pax51; pitiful fellow, E. ap.Phot.p.127 R., Theoc.5.40, cf. Eup.316.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 jovencito Ar.Pax 51.
2 tipejo ἄωρον ... ἀνδρίον E.Fr.282aSn., ἀπρεπὲς ἀ. Theoc.5.40, μὴ φθονερὸν ἴσθ' ἀνδρίον Eup.316.
German (Pape)
[Seite 218] τό, dim. von ἀνήρ, Männlein, Ar. Pax 51; Eupol. bei Eust. 1680, 26; Theocr. 5, 40.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit homme.
Étymologie: ἀνήρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρίον: τό человечек Arph., Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀνήρ, ἀνδράριον, ἀνθρωπίσκος, «ἀνθρωπάκι», Ἀριστοφ. Εἰρ. 51· ὦ φθονερὸν τὺ καὶ ἀπρεπὲς ἀνδρίον, «δυσγενὲς ἀνθρωπάριον» (Σχόλ.), Θεόκρ. 5. 40, πρβλ. Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 15.
Greek Monolingual
ἀνδρίον, το (Α)
αντράκι, ανθρωπάριο, ποταπός άνθρωπος.
Greek Monotonic
ἀνδρίον: τό, υποκορ. του ἀνήρ.