ἀνδροκτονέω
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
slay men, commit homicide, A.Eu.602.
Spanish (DGE)
matar al marido de Clitemestra ἀνδροκτονοῦσα πατέρ' ἐμὸν κατέκτανε A.Eu.602.
German (Pape)
[Seite 218] den Mann tödten, Aesch. Eum. 572.
French (Bailly abrégé)
ἀνδροκτονῶ :
tuer des hommes.
Étymologie: ἀνδροκτόνος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδροκτονέω: убивать мужа, быть мужеубийцей Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροκτονέω: φονεύω ἀνθρώπους, πράττω ἀνθρωποκτονίαν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 602.
Greek Monotonic
ἀνδροκτονέω: σκοτώνω, φονεύω άνδρες, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
[from ἀνδροκτόνος
to slay men, Aesch.