ἀνεντρεχής
From LSJ
παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me
English (LSJ)
ἀνεντρεχές, ill-adapted, inappropriate, Hierocl.p.50.22A.
Spanish (DGE)
-ές
de cosas y abstr. mal adaptado, inapropiado παρ' ὃ δὴ καὶ ὁ τοὔνομα τῷ πράγματι θέμενος οὐκ ἀνεντρεχὲς ἔθετο Hierocl.p.50
•desmañado, inhábil Origenes Io.1.15.
German (Pape)
[Seite 223] ές, unbewandert, Stob.
Greek Monolingual
ἀνεντρεχής (-ούς), -ές (Α) εντρεχής
ο ακατάλληλος.