ἀνεπίπλαστος
From LSJ
English (LSJ)
ἀνεπίπλαστον, not plastered over: metaph., unaffected, D.L.2.117.
Spanish (DGE)
-ον
natural, sin afectación ὁ Στίλπων καὶ ἀφελὴς καὶ ἀνεπίπλαστος D.L.2.117.
German (Pape)
[Seite 225] nicht übertüncht, Diog. L. 2, 117.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίπλαστος: досл. неоштукатуренный, перен. естественный, простой (sc. ἀνήρ Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίπλαστος: -ον, ὁ μὴ ἐπιπλασθείς, μεταφ. ὁ μὴ ἐπίπλαστος, ἀνυπόκριτος, ἁπλοῦς, Διογ. Λ. 2. 117.
Greek Monolingual
ἀνεπίπλαστος, -ον (Α)
όχι επίπλαστος, απροσποίητος, απλός.