ἀνθυποφορά
English (LSJ)
ἡ,
A reply, opp. πεῦσις, D.H.Dem.54; esp. reply to a supposed objection, Quint.Inst.9.3.87, Hermog.Inv.3.4, Ulp. ad D.3.10.
II reply, A.D.Synt.72.26.
Spanish (DGE)
-ᾶς, ἡ
ret. contestación, respuesta c. el pron. pers. a una interrogación, A.D.Synt.72.26, cf. Sch.Hes.Th.93, D.H.Dem.54, A.D.Synt.73.2, Fortunat.Rh.117.23
•esp. contestación a una supuesta objeción τότε γὰρ δεῖ κοσμῆσαι τὸ κεφάλαιον ... λύσει τῇ καὶ ἀνθυποφορᾷ καλουμένῃ Hermog.Inu.3.4 (p.134), cf. Quint.Inst.9.3.87, Vlp.Sch.D.3.10
•objeción δείκνυνται κατὰ ἀνθυποφορὰν τὰ πρὸς τοῦ λαοῦ θρυλούμενα, ὡς ἐπιζητήματά τινα ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ἀναφέροντες Clem.Al.Strom.3.4.38, cf. Origenes Io.6.5.
German (Pape)
[Seite 236] ἡ, Erwiderung auf einen Einwand, bei Rhetoren, bes. auf einen, den der Gegner machen könnte.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθυποφορά: ἡ рит. антипофора (ответ на предвосхищенное возражение) Quint.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυποφορά: ἡ, ἔνστασις τιθεμένη ὑπὸ τοῦ ἀγορεύοντος καὶ ἀναιρουμένη ὑπ’ αὐτοῦ, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 54, Οὐλπιαν. πρβλ. Κοϊντιλ. 9. 3, 87.
Greek Monolingual
η (Α ἀνθυποφορά)
(Ρη τορ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο ο ρήτορας δίνει απαντήσεις σε απορίες ή ενστάσεις που θα μπορούσαν να υποβληθούν από τους ακροατές ή τους αντιδίκους του
αρχ.
1. απάντηση
2. αντίρρηση.