ἀνταναίρεσις
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A corresponding diminution, Arist.Top.158b33.
II alternate removal, Eust.1397.44.
III cancellation, Simp.inPh.1237.23.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 disminución o sustracción correspondiente τὴν γὰρ αὐτὴν ἀνταναίρεσιν ἔχει τὰ χωρία καὶ αἱ γραμμαί Arist.Top.158b33.
2 movimiento (de una ficha) correspondiente a otro del contrario Eust.1397.44.
3 reducción, acción de remontarse a móviles anteriores, Simp.in Ph.1237.23.
4 balance (de una cuenta) PTeb.61b.347 (II a.C.), 72.337 (II a.C.).
5 acción de retirarse σελήνης Origenes Princ.4.1.5 (p.299.13).
German (Pape)
[Seite 243] ἡ, das Dagegenwegnehmen, Arist. top. 8, 3.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταναίρεσις: εως ἡ соответственное, т. е. пропорциональное вычитание: τὴν αὐτὴν ἀνταναίρεσιν ἔχειν Arst. (о двух величинах и более) подвергаться уменьшению в одном и том же соотношении, т. е. пропорционально.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταναίρεσις: -εως, ἡ, = ἀνθυφαίρεσις, Ἀριστ. Τοπ. 8. 3, 5· ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀνάλογον. ΙΙ. ἐπὶ κυβείας, ἡ ἀμοιβαία μετακίνησις, Εὐστ. 1397. 44.
Greek Monolingual
ἀνταναίρεσις, η (AM) ανταναρώ
μσν.
η αμοιβαία μετακίνηση
αρχ.
η αμοιβαία μείωση, αφαίρεση.