ἀντικτυπέω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
aor. ἀντέκτυπον, ring in response, AP 14.10.3; clash against, τινί APl.4.221 (Theaet.): abs., Procop.Goth.2.23.
Spanish (DGE)
(ἀντικτῠπέω) 1 entrechocar, chocar contra c. dat. ἀντικτυποῦντος (λέβητος) τοῦ πρώτου τῷ δευτέρῳ AP 14.10, fig. Πέρσαις AP 16.221 (Theaet.Schol.).
2 abs. resonar πατάγου ... πανταχόσε ἀντικτυποῦντος Procop.Goth.2.23.25.
German (Pape)
[Seite 254] entgegenkrachen, -tönen, Aenigm. 25 (XIV, 10); aor. ἀντέκτυπον, Theaet. Schol. 4 (Plan. 221).
French (Bailly abrégé)
ἀντικτυπῶ :
ao.2 ἀντέκτυπον;
retentir de, renvoyer le bruit de, τινι.
Étymologie: ἀντίκτυπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικτῠπέω: откликаться, отзываться (τινι Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικτῠπέω: κτυπῶ, κροτῶ ἐπί τινος, τινὶ Ἀνθ. Πλαν. 221.
Greek Monotonic
ἀντικτῠπέω: μέλ. -ήσω, χτυπώ, κάνω κρότο αναμεταξύ, τινί, σε Ανθ.