ἀντιλογίζομαι
English (LSJ)
count up or calculate on the other hand, Antipho 2.2.8; ἀ. ὅτι.. X.HG6.5.24. (Act. dub. in Phld.D. 1.21 (ἀντιλογικῶν Diels).)
Spanish (DGE)
calcular, tener en cuenta por su parte τοῦτ' αὖ ἀντιλογισάσθω ὅτι Antipho 2.2.8, cf. X.HG 6.5.24, ὅσα ... ἀγαθά X.Ath.1.16, τὰ στρατιωτικά D.C.52.28.5
•c. dat. calcular, hacer la cuenta en relación con en v. pas. ἀντιλογισθήσεται τὰ ἐπιγενήματα ταῖς ἐγδείαις las ganancias deben ser calculadas en relación con las pérdidas, UPZ 112.6.6 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 255] Dep. med., dagegen überrechnen, er wägen, Antiph. II β 8; Xen. Hell. 6, 5, 24.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀντελογισάμην;
calculer de son côté ou calculer par contre.
Étymologie: ἀντί, λογίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιλογίζομαι: с другой стороны учитывать, принимать в то же время во внимание Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιλογίζομαι: ὑπολογίζω ἀφ’ ἑτέρου, οἱ δὲ Θηβαῖοι ἤκουον μὲν ταῦτα, ἀντελογίζοντο δὲ ὅτι... Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 24.
Greek Monolingual
ἀντιλογίζομαι (Α)
υπολογίζω αφετέρου, εξετάζω κάτι απ' την αντίθετη πλευρά.
Greek Monotonic
ἀντιλογίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ., μετρώ ή υπολογίζω από την αντίθετη πλευρά, σε Ξεν.