ἀντιπερισπάω
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
English (LSJ)
1 draw off, divert, DS. 3.37; esp. as military term, Plb. 2.24.8, etc.; — Pass., Arist. PA 670b10.
2 divert, distract, ἑαυτὸν ἄβακι Iamb. VP 5.24.
Spanish (DGE)
I tr. en v. act.
1 contrarrestar c. ac. de abstr. ἀντιπερισπάσαντος ἐκείνου καὶ λυμηναμένου τὰς ἐπιβολὰς αὐτῶν habiendo aquél contrarrestado y estropeado sus proyectos Plb.2.45.6
•c. ac. de pers., en sent. milit. distraer τοὺς ἐξεληλυθότας Plb.2.24.8
•c. ἑαυτόν y gen. distraerse, olvidarse de τῆς ἐφημέρου τροφῆς οὐ καλῶς ἔχει ... ἑαυτὸν ἀντιπερισπᾶν no está bien olvidarse del diario alimento Iambl.VP 24.
2 c. ac. de cosa empujar contra en v. pas. ἄκρα ... ἄλληλα ἀντιπερισπώμενα las partes extremas (del cielo y de la tierra) empujándose unas contra otras Cosm.Ind.Top.M.88.80D.
3 desviar c. ac. e indicaciones locales τὸν ἀπὸ τῶν ὀδόντων σπαραγμὸν ἐπὶ τὴν αἴσθησιν τῶν ἀλγούντων μερῶν D.S.3.37.
II intr. en v. med.
1 retirarse de los humores αἱ κοιλίαι σκληραὶ γίνονται ... διὰ τὸ ἀντιπερισπᾶσθαι τὰς ὑγρότητας el vientre se vuelve duro porque los humores se retiran de él Arist.PA 670b10, del mar τὴν πλήμμυραν ... ἀντιπερισπωμένην ὑποβαίνειν la pleamar retirándose desciende Heraclid.Pont.117.7, del viento, Plu.2.897c.
German (Pape)
[Seite 258] (s. σπάω), den Feind von seinem Vorhaben abziehen, ihm eine Diversion machen, Pol. 2, 24; Diod. Sic. 18, 38; ἑαυτὸν ματαιοπονήμασιν Iambl. V. Pyth. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπερισπάω: ἀναγκάζω τὸν ἀπέναντι ἐχθρὸν εἰς ἐναντίαν κίνησιν παρὰ τὴν σκοπουμένην, Διόδ. 3. 37: ― Παθ., ὑφίσταμαι ἀντιπερισπασμόν, Ἀριστ. π. Ζ. μορ. 3. 7, 15· ἰδίως ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, Πολύβ. 2. 24, 8, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπερισπάω: отвлекать в другую сторону (τὰς ὑγρότητας Arst.; ἀπό τινος ἐπί τι Diod.; τοὺς ἐξεληλυθότας Polyb.): τοῦ πνεύματος ἀντιπερισπωμένου Plut. с изменением направления ветра.