ἀντιτέχνησις
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
English (LSJ)
-εως, ἡ, counter-manoeuvring, emulation, Th.7.70, D.H.14.10.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 rivalidad, emulación Th.7.70.
2 maquinación en contra, acción estratégica en contra πρὸς τὸ βάρβαρον D.H.14.10.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'opposer une manœuvre à une autre, sel. d'autres, rivalité d'habileté, émulation.
Étymologie: ἀντιτεχνάομαι.
German (Pape)
ἡ, Gegenlist, Thuc. 7.70; – Handwerksneid, Dion.Hal.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιτέχνησις: εως ἡ соперничество в искусстве, соревнование в ловкости (τῶν κυβερνητῶν Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιτέχνησις: -εως, ἡ, τέχνασμα κατ’ ἄλλου τεχνάσματος, πολλὴ δὲ ἡ ἀντιτέχνησις τῶν κυβερνητῶν Θουκ. 7. 70· παρὰ Βυζ. καὶ ἀντιτεχνία, ἡ.
Greek Monolingual
ἀντιτέχνησις, η (Α)
χρησιμοποίηση τεχνάσματος εναντίον άλλου τεχνάσματος.
Greek Monotonic
ἀντιτέχνησις: -εως, ἡ, αντιτέχνασμα, συναγωνισμός, σε Θουκ.
Middle Liddell
[from ἀντιτεχνάομαι
counter-manoeuvring, emulation, Thuc.