ἀντιχειροτονέω
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
vote against, abs., Th.6.13,24, Ar.Ec.423; ἀ. ὡς.. D.59.5; τινί Max.Tyr.17.5.
Spanish (DGE)
1 votar en contra a mano alzada abs. οὐδεὶς ἀντιχειροτόνησεν ἄν Ar.Ec.423, cf. Th.6.13, 24
•fig. oponerse c. dat. τῷ θεῷ Origenes Or.10.1, ἀ. ὡς ... D.59.5.
2 elegir por votación frente a c. dat. ὁ ἀντιχειροτονηθεὶς Ἀθηναίοις ὑπ' αὐτῶν πρὸς Τισσαφέρνην πρεσβευτής S.E.M.2.22, cf. Philost.HE 3.3.
French (Bailly abrégé)
ἀντιχειροτονῶ :
voter à main levée contre.
Étymologie: ἀντί, χειροτονέω.
German (Pape)
dagegen abstimmen, beschließen, wählen, Thuc. 6.24 Ar. Eccl. 423, Dem. 59.5.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιχειροτονέω: голосовать против Thuc., Arph., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιχειροτονέω: χειροτονῶ ἢ ψηφίζω ἐναντίον, ἀπολ., ὑπὲρ τῆς πατρίδος ... ἀντιχειροτονεῖν παρὰ Θουκ. 6. 13, 24˙ οὐδεὶς ἀντεχειροτόνησεν ἂν Ἀριστ. Ἐκκλ. 423˙ γενομένης γὰρ τῆς διαχειροτονίας, οὐδεὶς ἀντεχειροτόνησεν ὡς οὐ δεῖ, κτλ., Δημ. 1346, 25˙ οἴει δὴ ἢ τούτοις Πλάτωνα ἀντιχειροτονεῖν …; Μάξ. Τύρ. 17. 5.
Greek Monotonic
ἀντιχειροτονέω: μέλ. -ήσω, ψηφίζω ενάντια προς την πραγματοποίηση κάποιου πράγματος, ἀντ. μὴ παρέχειν, σε Αριστοφ.· απόλ., σε Θουκ.
Middle Liddell
to vote against doing a thing, ἀντ. μὴ παρέχειν Ar.; absol., Thuc.
Lexicon Thucydideum
contrarium suffragium ferre, to cast an opposing vote, 6.13.1, 6.24.4.