ἀνυπόδικος
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
ἀνυπόδικον, not liable to action, Plu.Cat.Mi.11; ἀ. πάσας δίκας καὶ ζαμίας GDI1685, al. (Delph.), cf. 5170 (Cret.).
Spanish (DGE)
-ον
jur. inmune, inviolable, BGU 1273.35 (III a.C.), Plu.Cat.Mi.11, IG 12(7).67.67 (Amorgos), ICr.2.26.1.26, ἀ. πάσας δὶκας κα[ὶ] ζαμίας GDI 1685 (Delfos)
•pred. ἀ. περιπατείν IG 42.126.11 (Epidauro).
German (Pape)
[Seite 266] keinem Prozess ausgesetzt, Plut. Cat. min. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non exposé à un procès : τὸ ἀνυπόδικον l'impunité.
Étymologie: ἀ, ὑπόδικος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυπόδῐκος: не подлежащий суду, неподсудный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπόδικος: -ον, ὁ μὴ ὑπόδικος, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δίκην, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 11· ἀζάμιος ἐών καὶ ἀνυπόδικος πάσας δίκας καὶ ζαμίας Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1701, - 2,- 4, - 6, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ἀνυπόδικος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι υπόδικος.
Greek Monotonic
ἀνυπόδῐκος: -ον, μη υποκείμενος σε δίκη, σε Πλούτ.