ἀνυπόδικος

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπόδῐκος Medium diacritics: ἀνυπόδικος Low diacritics: ανυπόδικος Capitals: ΑΝΥΠΟΔΙΚΟΣ
Transliteration A: anypódikos Transliteration B: anypodikos Transliteration C: anypodikos Beta Code: a)nupo/dikos

English (LSJ)

ἀνυπόδικον, not liable to action, Plu.Cat.Mi.11; ἀ. πάσας δίκας καὶ ζαμίας GDI1685, al. (Delph.), cf. 5170 (Cret.).

Spanish (DGE)

-ον
jur. inmune, inviolable, BGU 1273.35 (III a.C.), Plu.Cat.Mi.11, IG 12(7).67.67 (Amorgos), ICr.2.26.1.26, ἀ. πάσας δὶκας κα[ὶ] ζαμίας GDI 1685 (Delfos)
pred. ἀ. περιπατείν IG 42.126.11 (Epidauro).

German (Pape)

[Seite 266] keinem Prozess ausgesetzt, Plut. Cat. min. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non exposé à un procès : τὸ ἀνυπόδικον l'impunité.
Étymologie: , ὑπόδικος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυπόδῐκος: не подлежащий суду, неподсудный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπόδικος: -ον, ὁ μὴ ὑπόδικος, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δίκην, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 11· ἀζάμιος ἐών καὶ ἀνυπόδικος πάσας δίκας καὶ ζαμίας Ἐπιγρ. Δελφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1699, 1701, - 2,- 4, - 6, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ἀνυπόδικος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι υπόδικος.

Greek Monotonic

ἀνυπόδῐκος: -ον, μη υποκείμενος σε δίκη, σε Πλούτ.

Middle Liddell

not liable to action, Plut.