ἀπληστεύομαι
τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite
English (LSJ)
to be insatiable, τινός in a thing, Hipparch. ap. Stob.4.44.81; ἔν τινι LXX Si.34(31).17.
Spanish (DGE)
ser insaciable, no saciarse c. gen. τῶν ἐκ φιλοσοφίας καλῶν καὶ σεμνῶν Hipparch.p.18, abs. LXX Si.31.17, c. ἐν y dat. ἐν κάλλει βρωμάτων Ephr.Syr.1.15F.
German (Pape)
[Seite 292] unersättlich, heißhungrig sein, Sp., wie Schol. Od. 12, 85; Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπληστεύομαι: ἀποθ., εἶμαι ἄπληστος, ἀκόρεστος, μ. γεν. ἀπληστευόμενοι γὰρ τῶν ἐκ τῆς φιλοσοφίας καλῶν καὶ σεμνῶν καὶ τῆς ἐκ τῶν φαύλων ἀπολυθησόμεθα ἀπληστίας Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 575. 8· ἔν τινι Ἑβδ. (Σειράχ, λα΄, 19· λζ΄, 32), περί τι Ψευδο-Χρυσ. τ. 5. σ. 686D.
Greek Monolingual
ἀπληστεύομαι (AM)
είμαι άπληστος, αχόρταγος.