ἀπληστεύομαι

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπληστεύομαι Medium diacritics: ἀπληστεύομαι Low diacritics: απληστεύομαι Capitals: ΑΠΛΗΣΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: aplēsteúomai Transliteration B: aplēsteuomai Transliteration C: aplisteyomai Beta Code: a)plhsteu/omai

English (LSJ)

to be insatiable, τινός in a thing, Hipparch. ap. Stob.4.44.81; ἔν τινι LXX Si.34(31).17.

Spanish (DGE)

ser insaciable, no saciarse c. gen. τῶν ἐκ φιλοσοφίας καλῶν καὶ σεμνῶν Hipparch.p.18, abs. LXX Si.31.17, c. ἐν y dat. ἐν κάλλει βρωμάτων Ephr.Syr.1.15F.

German (Pape)

[Seite 292] unersättlich, heißhungrig sein, Sp., wie Schol. Od. 12, 85; Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπληστεύομαι: ἀποθ., εἶμαι ἄπληστος, ἀκόρεστος, μ. γεν. ἀπληστευόμενοι γὰρ τῶν ἐκ τῆς φιλοσοφίας καλῶν καὶ σεμνῶν καὶ τῆς ἐκ τῶν φαύλων ἀπολυθησόμεθα ἀπληστίας Ἵππαρχ. παρὰ Στοβ. 575. 8· ἔν τινι Ἑβδ. (Σειράχ, λα΄, 19· λζ΄, 32), περί τι Ψευδο-Χρυσ. τ. 5. σ. 686D.

Greek Monolingual

ἀπληστεύομαι (AM)
είμαι άπληστος, αχόρταγος.