ἀποκαίριος
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
ἀποκαίριον, = ἄκαιρος, unseasonable, S.Ph.155(lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
inoportuno, fuera de lugar τὸ γάρ μοι μαθεῖν οὐκ ἀποκαίριον S.Ph.155.
German (Pape)
[Seite 305] Soph. Phil. 155, = ἄκαιρος, wie der Schol. erkl.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inopportun, intempestif.
Étymologie: ἀπό, καιρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκαίριος: несвоевременный, ненужный: τὸ γάρ μοι μαθεῖν οὐκ ἀποκαίριον Soph. мне важно знать.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκαίριος: -ον, = ἄκαιρος, Σοφ. Φ. 155.
Greek Monolingual
ἀποκαίριος, -ον (Α)
άκαιρος, παράκαιρος.
Greek Monotonic
ἀποκαίριος: -ον = ἄκαιρος, αυτός που συμβαίνει σε ακατάλληλη στιγμή, σε Σοφ.
Middle Liddell
= ἄκαιρος
unseasonable, Soph.