ἀποκρουνίζω
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
Spanish (DGE)
salir brotando τὸ ὑγρόν Plu.2.699d.
German (Pape)
[Seite 309] aufsprudeln u. hervorquellen, Plut. Symp. 7, 1, 3 M.
French (Bailly abrégé)
jaillir.
Étymologie: ἀπό, κρουνίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκρουνίζω: бить струей (τὸ ὑγρὸν ἀποκρουνίζον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρουνίζω: μέλλ. -ίσω, ἐκρέω, τινάσσομαι, ἔξω μεθ’ ὁρμῆς ὡς ἀπὸ κρουνοῦ, ἐπὶ αἵματος. Πλούτ. 2. 699E.
Greek Monolingual
ἀποκρουνίζω (Α)
(για νερό) τινάζομαι έξω με ορμή.