ἀπολίνωσις
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
-εως, ἡ, ligature, operation by ligature, ibid.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ cirug. sutura οἱ τῆς ἀπολινώσεως δεσμοί Paul.Aeg.6.5.
German (Pape)
[Seite 312] ἡ, Unterbindung, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολίνωσις: -εως, ἡ, ἀπόδεσις διὰ νήματος, Παῦλ. Αἰγ. 6. 5.
Greek Monolingual
η (Α ἀπολίνωσις)
περίδεση ή περιρραφή (μέ ράμμα) αγγείου που αιμορραγεί.