ἀπορριγέω

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπορρῑγέω Medium diacritics: ἀπορριγέω Low diacritics: απορριγέω Capitals: ΑΠΟΡΡΙΓΕΩ
Transliteration A: aporrigéō Transliteration B: aporrigeō Transliteration C: aporrigeo Beta Code: a)porrige/w

English (LSJ)

2 pf. ἀπέρρῑγα, shrink shivering from a thing: generally, shrink from doing it, c. inf., νέεσθαι Od.2.52.

Spanish (DGE)

(ἀπορρῑγέω)
• Morfología: [perf. 3a plu. ἀπερρίγασι Od.2.52]
evitar, apartarse de c. inf. νέεσθαι Od.l.c.

French (Bailly abrégé)

ἀπορριγῶ :
pf. ἀπέρριγα;
frissonner de crainte.
Étymologie: ἀπό, ῥιγέω.

German (Pape)

[ῑ], aus Scheu unterlassen etwas zu tun, ἀπερρίγασι νέεσθαι, sie scheuen sich zu kommen, Od. 2.52.

Russian (Dvoretsky)

ἀπορρῑγέω: (только pf. praes. ἀπέρρῑγα) бояться, страшиться (νέεσθαι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπορρῑγέω: β΄ πρκμ. ἀπέρρῑγα, φρίσσω, δειλιῶ, δὲν τολμῶ, μ. ἀπαρ., οἳ πατρὸς μὲν ἐς οἶκον ἀπερρίγασι νέεσθαι, «δεδίασι, φοβοῦνται» (Σχόλ.), Ὀδ. Β. 52.

Greek Monotonic

ἀπορρῑγέω: μέλ. -ήσω, παρακ. βʹ ἀπέρρῑγα· συστέλλομαι και τρέμω, φρικιώ ενώπιον κάποιου πράγματος, δειλιάζω να το πράξω, να το φέρω εις πέρας, με απαρ., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

to shrink shivering from a thing, shrink from doing it, c. inf., Od.