ἀπροσδέητος
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
ἀπροσδέητον, = ἀπροσδεής (without want of, self-sufficient, without want of more), Plb. 21.23.4 ; διδασκαλίας Phld. Rh. 1.194S.
Spanish (DGE)
-ον
que no necesita de de pers., c. gen. μὴ ... πεφροντικέναι ἀπροσδέητον ἑτέρων γενέσθαι no haber reflexionado que él no ha de necesitar de los otros, PTeb.23.9 (II a.C.), ὑμᾶς δὲ πάντων τούτων ἀπροσδεήτους (οἱ θεοὶ) πεποιήκασι Plb.21.23.4, ἀπροσδε[ήτ] ους εἶναι τῆ[ς ἀ] φ' ἑαυτῶν διδασκαλίας Phld.Rh.1.194, ἀπροσδέητος εἶ παρακλήσεως tu no necesitas exhortación, POsl.148.6 (II/I a.C.), παντὸς καὶ λόγου καὶ ἔργου Anon.Herc.346.11.3
•abs. ὑπὲρ ὧν ἐσήμαινες πέμψαι γεωργῶν ἀπροσδέητοί ἐσμεν respecto a los agricultores que dijiste que ibas a enviarnos, no los necesitamos, PTeb.19.5 (II a.C.).
German (Pape)
[Seite 339] nicht dazu bedürfend, τινός Pol. 22, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσδέητος: -ον, = τῷ προηγ., Πολύβ. 22. 6, 4.
Russian (Dvoretsky)
ἀπροσδέητος: Polyb. = ἀπροσδεής 1.