ἀπόρρηγμα

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρρηγμα Medium diacritics: ἀπόρρηγμα Low diacritics: απόρρηγμα Capitals: ΑΠΟΡΡΗΓΜΑ
Transliteration A: apórrēgma Transliteration B: aporrēgma Transliteration C: aporrigma Beta Code: a)po/rrhgma

English (LSJ)

-ατος, τό, fragment, Plu.Dio46, Sch.Il.2.755.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
fragmento Plu.Dio 46, Sch.Er.Il.2.755 (ap. crít.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fragment.
Étymologie: ἀπορρήγνυμι.

German (Pape)

τό, das Abgerissene, Plut. Dion. 46.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρρηγμα: ατος τό обломок, осколок Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρρηγμα: -ατος, τό, τὸ ἀπό τινος ἀπορρηγνύμενον, μέρος ἀποσπώμενον ἀπό τινος, καὶ καταφερομένοις ἀπορρήγμασι μεγάλοις ὑποτρέχοντες, περὶ τῶν πιπτόντων μερῶν καιομένης οἰκίας, Πλουτ. Δίων 46.

Greek Monolingual

ἀπόρρηγμα, το (Α) απορρηγνύω
μέρος που έχει αποσπαστεί από κάπου.

Greek Monotonic

ἀπόρρηγμα: -ατος, τό, απόσπασμα, τεμάχιο που έχει αποκοπεί από κάτι, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[from ἀπορρήγνῡμι]
a fragment, Plut.