ἀπόρρηγμα
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
English (LSJ)
-ατος, τό, fragment, Plu.Dio46, Sch.Il.2.755.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
fragmento Plu.Dio 46, Sch.Er.Il.2.755 (ap. crít.).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fragment.
Étymologie: ἀπορρήγνυμι.
German (Pape)
τό, das Abgerissene, Plut. Dion. 46.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόρρηγμα: ατος τό обломок, осколок Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόρρηγμα: -ατος, τό, τὸ ἀπό τινος ἀπορρηγνύμενον, μέρος ἀποσπώμενον ἀπό τινος, καὶ καταφερομένοις ἀπορρήγμασι μεγάλοις ὑποτρέχοντες, περὶ τῶν πιπτόντων μερῶν καιομένης οἰκίας, Πλουτ. Δίων 46.
Greek Monolingual
ἀπόρρηγμα, το (Α) απορρηγνύω
μέρος που έχει αποσπαστεί από κάπου.
Greek Monotonic
ἀπόρρηγμα: -ατος, τό, απόσπασμα, τεμάχιο που έχει αποκοπεί από κάτι, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[from ἀπορρήγνῡμι]
a fragment, Plut.