ἀπύλωτος

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπύλωτος Medium diacritics: ἀπύλωτος Low diacritics: απύλωτος Capitals: ΑΠΥΛΩΤΟΣ
Transliteration A: apýlōtos Transliteration B: apylōtos Transliteration C: apylotos Beta Code: a)pu/lwtos

English (LSJ)

[ῠ], ον, not secured by gates, X.HG5.4.20; στόμα Ar. Ra.838 (v.l. ἀθύρωτον).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que no tiene puertas e.d. un muro bien acabado τὸν Πειραῖα καταλήψεσθαι, ὅτι δὲ ἀπύλωτος ἦν X.HG 5.4.20
fig. indiscreto, sin trabas στόμα Ar.Ra.838, γλῶττα Heraclit.All.78, cf. Sud.

German (Pape)

[Seite 341] nicht mit Thoren verschlossen, unversperrt, Xen. Hell. 5, 4, 20; übertr., στόμα, ein zügelloser Mund, Ar. Ran. 839.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fermé de portes.
Étymologie: , πυλόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπύλωτος: (ῠ)
1 не имеющий ворот, незапирающийся или незапертый (Πειοαιεύς Xen.);
2 перен. не умолкающий, болтливый (στόμα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπύλωτος: [ῠ], -ον, ὁ μὴ ἠσφαλισμένος διὰ πυλῶν, Ξεν, Ἑλλ. 5. 4, 20· διάφ. γραφ. ἀντὶ ἀθύρωτος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 838.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπύλωτος, -ον)
1. αυτός που δεν είναι κλεισμένος με πύλες, ανοιχτός
2. φρ. «ἀπύλωτο(ν) στόμα» — αχαλίνωτος στις εκφράσεις, βωμολόχος.

Greek Monotonic

ἀπύλωτος: -ον (πῠλόω), αυτός που δεν είναι ασφαλισμένος με θύρες, σε Ξεν.

Middle Liddell

πυλόω
not secured by gates, Xen.