ἀρηγών
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
[ᾰ], όνος, ὁ, ἡ, helper, Il.4.7, 5.511, in fem.; masc. in Batr. 280, etc.; ἀρηγόνος ἡνιόχοιο Opp.H.5.108.
Spanish (DGE)
-όνος
• Prosodia: [ᾰ-]
que presta ayuda o auxilio, auxiliador esp. de dioses, c. dat. de pers. δοιαὶ μὲν Μενελάῳ ἀρηγόνες εἰσὶ θεάων Ἥρη τ' ... καὶ ... Ἀθήνη Il.4.7, ἡ (Ἀθήνη) γάρ ῥα πέλεν Δαναοῖσιν ἀρηγών Il.5.511, σφετέροισιν ἰόντες ἀρηγόνες ... πάντες ... θεοί Nonn.D.24.75, ἄρσενι ... ἀρηγόνα ... Ἀθήνην Nonn.D.27.63, εὐχομένῳ ... ἀρηγόνα λᾶαν Orph.L.91
•abs. Παλλάς Lyr.Adesp.415S., Κυανοχαίτης Nonn.D.13.52, cf. Batr.(l).280, de perros de caza Opp.H.1.18, ἡνίοχος Opp.H.5.108, οἱ δελφῖνες Opp.H.5.447.
German (Pape)
[Seite 349] όνος, ὁ, ἡ, Helfer, Helferin, Hom. zweimal, als fem., Iliad. 5, 511 ἡ γάρ ῥα πέλεν Δαναοῖσιν ἀρηγών, 4, 7 δοιαὶ Μενελάῳ ἀρηγόνες εἰσὶ θεάων; vgl. Scholl.; als masc. Batrach. 281 πάντες ἴωμεν ἀρηγόνες; als adject. Opp. Hal. 5, 108 ἀρηγόνος ἡνιόχοιο.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ, ἡ)
auxiliaire.
Étymologie: ἀρήγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀρηγών: όνος (ᾰ) ὁ и ἡ помощник, защитник (τινι Hom., Batr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρηγών: -όνος, ὁ, ἡ, ἀρωγός, βοηθός, Ἰλ. Δ. 7, Ε. 511· ἐν τῷ θηλ., ἐν δὲ τῷ ἀρσ. ἐν Βατραχομ. 280, κτλ.· ἀρηγόνος ἡνιόχοιο Ὀππ. Ἁλ. 5. 108.
English (Autenrieth)
όνος (ἀρήγω): helper, fem., Il. 5.511 and Il. 4.7.
Greek Monolingual
ἀρηγών (-όνος) ο, η (Α) αρήγω
αρωγός, βοηθός.
Greek Monotonic
ἀρηγών: -όνος, ὁ, ἡ, βοηθός, αρωγός, σε Ομήρ. Ιλ.